Αγροτική Οικονομία & Επιχειρηματικότητα – Ελλάδα

1. Γεωργία

Ο ελληνικός γεωργικός τομέας είναι γνωστό ότι είναι σημαντικός συντελεστής στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, καθώς παράγει πολλά και ποικίλα γεωργικά προϊόντα και είναι ένας από τους σημαντικότερους εξαγωγείς παγκοσμίως. Ταυτόχρονα, ο γεωργικός τομέας είναι ο κύριος προμηθευτής επεξεργασίας τροφίμων, ο οποίος είναι πλέον ένας από τους σημαντικότερους αναπτυξιακούς τομείς της χώρας.

Να σημειωθεί ότι ο γεωργικός τομέας είναι ένας σημαντικός προμηθευτής μιας σειράς προϊόντων και υπηρεσιών, ιδιαίτερης σημασίας για τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών, η οποία αποτελεί την κινητήρια δύναμη πίσω από την βιομηχανία παραγωγής, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων (21,2% το 2012 ), των εργαζόμενων (25,2%) και της ακαθάριστης αξίας.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Έρευνας για την Καινοτομία στην Ελλάδα, κατά την τριετία 2010-2012, το 52,3% των ελληνικών επιχειρήσεων φαίνεται να είναι καινοτόμο σε τουλάχιστον έναν από τους ακόλουθους τύπους καινοτομίας. Η πλειονότητα των επιχειρήσεων είναι καινοτόμες στο μάρκετινγκ (36,8%) και στην επιχειρηματική οργάνωση (30,2%). Οι καινοτόμες διαδικασίες αναπτύσσουν το 25,6% των επιχειρήσεων, ενώ το 19,5% αναπτύσσουν καινοτομίες σε προϊόντα, είτε αγαθά είτε υπηρεσίες. Η ανάπτυξη καινοτομιών σε διαδικασίες ή / και προϊόντα (καινοτομίες που μερικές φορές αναφέρονται ως «τεχνολογική καινοτομία») απαιτεί σημαντικές επενδύσεις.

2. Κτηνοτροφία

Η εκτροφή αιγοπροβάτων (μικρά μηρυκαστικά) είναι παραδοσιακά ένας από τους πιο δυναμικούς τομείς στην Ελλάδα, συμβάλλοντας περίπου στο 18% του συνολικού αγροτικού εισοδήματος. Το αιγοπρόβειο κρέας και το γάλα είναι δύο σημαντικές κατηγορίες προϊόντων μεγάλης οικονομικής σημασίας και αποτελούν τις κύριες πηγές αγροτικού εισοδήματος για τους κατοίκους ορεινών και λιγότερο ευνοημένων περιοχών.

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 95% των ζώων στην Ελλάδα είναι για άρμεγμα. Η εκτροφή αιγοπροβάτων ασκείται σε μεγάλο βαθμό (85% των ζώων και περίπου το 80% των εκμεταλλεύσεων) στις ορεινές και λιγότερο ευνοημένες περιοχές της χώρας που αποτελούν το 85% της συνολικής έκτασης.

Η εξαιρετική ποιότητα των πρώτων υλών που επιλέγονται προσεκτικά δίνει ποιοτικά χαρακτηριστικά στα προϊόντα που κάνουν τη γεύση τους μια μοναδική γευστική εμπειρία.

3. Απασχόληση

Ο πρωτογενής τομέας περιλαμβάνει επίσης μεγάλο μέγεθος εργατικού δυναμικού στις φάρμες, φτάνοντας το επίπεδο του 13,5% το 2014. Σημειώνεται ότι η απασχόληση στον πρωτογενή τομέα το 2014 παρουσίασε σχετικά μικρή μείωση (-2,2%), σε σύγκριση στη σημαντικά υψηλότερη πτώση στους τομείς των κατασκευών (-10,3%), της μεταποίησης (-5,7%) και του εμπορίου (-2,8%). Εκτός από αυτό, η απασχόληση στον πρωτογενή τομέα αντιπροσώπευε το μεγαλύτερο μερίδιο το 2014, ακολουθούμενη από τους τομείς του εμπορίου (17,7%), της μεταποίησης (8,9%), του τουρισμού (8,4%) και των κατασκευών (4,3% ).

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια υπήρξε αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη γεωργική παραγωγή, κυρίως από νέους που αναζητούν διέξοδο από την ανεργία και την οικονομική κρίση. Σε έρευνα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, το 19,3% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι είχαν λάβει συγκεκριμένα μέτρα για να μετακινηθούν από τα αστικά κέντρα (Αθήνα – Θεσσαλονίκη) στην επαρχία.

Το 43,5% των ατόμων που σκοπεύουν να εγκαταλείψουν την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη έχουν πτυχίο πανεπιστημίου, το 25,9% έχουν μεταπτυχιακό και 4,1% έχουν διδακτορικό. Περίπου οι μισοί (47,6%) εκείνων που σχεδιάζουν την αναχώρησή τους από την πόλη θα ήθελαν να εργαστούν στον αγροτικό τομέα, αλλά όχι μόνο σε επίπεδο παραγωγής, αλλά και σε όλη την αλυσίδα παραγωγής, στη συσκευασία και τη διανομή προϊόντων.

4. Ποιότητα

Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ)

Ως «ονομασία προέλευσης» νοείται η ονομασία που ταυτοποιεί ένα προϊόν:

α) το οποίο κατάγεται από συγκεκριμένο τόπο, περιοχή ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, χώρα,

β) του οποίου η ποιότητα ή τα χαρακτηριστικά οφείλονται κυρίως ή αποκλειστικά στο ιδιαίτερο γεωγραφικό περιβάλλον που συμπεριλαμβάνει τους εγγενείς φυσικούς και ανθρώπινους παράγοντες, και

γ) του οποίου όλα τα στάδια της παραγωγής εκτελούνται εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής.

Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη (ΠΓΕ)

Ως «γεωγραφική ένδειξη» νοείται η ονομασία που ταυτοποιεί ένα προϊόν:

α) το οποίο κατάγεται από συγκεκριμένο τόπο, περιοχή ή χώρα,

β) του οποίου ένα συγκεκριμένο ποιοτικό χαρακτηριστικό, η φήμη ή άλλο χαρακτηριστικό μπορεί να αποδοθεί κυρίως στη γεωγραφική του προέλευση, και

γ) του οποίου ένα τουλάχιστον από τα στάδια της παραγωγής εκτελείται εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής.

Εγγυημένα Παραδοσιακά Ιδιότυπα Προϊόντα (ΕΠΙΠ)

Ως εγγυημένο παραδοσιακό ιδιότυπο προϊόν νοείται ένα ιδιότυπο προϊόν ή τρόφιμο το οποίο:

α) παρασκευάζεται με τρόπο παραγωγής, μεταποίησης ή σύνθεσης που αντιστοιχεί στην παραδοσιακή πρακτική για το εν λόγω προϊόν ή τρόφιμο, ή

β) παράγεται από πρώτες ύλες ή συστατικά που είναι τα χρησιμοποιούμενα παραδοσιακά.

Για να μπορεί να καταχωρισθεί μια ονομασία ως ονομασία εγγυημένου παραδοσιακού ιδιότυπου προϊόντος, πρέπει:

α) να χρησιμοποιείται κατά παράδοση για την περιγραφή του ιδιότυπου προϊόντος, ή

β) να προσδιορίζει τον παραδοσιακό χαρακτήρα ή τον ιδιότυπο χαρακτήρα του προϊόντος.

5. Αλιεία

Η ελληνική υδατοκαλλιέργεια κυριαρχείται από την εκτροφή θαλάσσιων ψαριών σε υπεράκτιους κλωβούς, συγκεκριμένα από τσιπούρα και λαβράκι με τη συνδυασμένη παραγωγική ικανότητα περίπου 110.000 τόνων το 2015. Αυτό ακολουθείται από την κουλτούρα των μεσογειακών μυδιών με ετήσια παραγωγική ικανότητα σε 35-40.000 τόνους το 2015. Το 2019, με παραγωγή ιχθυοκαλλιέργειας 127.055 τόνων και αξία 553,4 εκατομμυρίων ευρώ, η Ελλάδα κατατάχθηκε 2η σε όγκο και αξία μεταξύ της ΕΕ28 στην ιχθυοκαλλιέργεια (μετά το Ηνωμένο Βασίλειο).

Η βιομηχανία υδατοκαλλιέργειας στην Ελλάδα είναι επίσης ιδιαίτερα προσανατολισμένη στις εξαγωγές, καθώς περίπου το 80% της παραγωγής πωλείται στην ΕΕ και σε τρίτες χώρες. Όταν πρόκειται για τσιπούρα και λαβράκι, η Ελλάδα προμήθευσε το 59% και των δύο ειδών που πωλήθηκαν στην ΕΕ και το 22,2% πουλήθηκε παγκοσμίως, με παραγωγή 120.500 τόνων. Μετά από αρκετές κρίσεις κυρίως ως αποτέλεσμα της ανισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, ο τομέας των θαλάσσιων ψαριών έχει αναδιαρθρωθεί, με σκοπό να διπλασιαστεί η παραγωγή του έως το 2030. Τα θαλάσσια ψάρια είναι το κορυφαίο ελληνικό εξαγώσιμο ζωικό προϊόν και συνεισφέρει περίπου το 11% του συνόλου των εθνικών αγροτικών εξαγωγών (οι οποίες από κοινού αντιπροσωπεύουν το 19% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών).

Στη σύγχρονη υδατοκαλλιέργεια στην Ελλάδα κυριαρχούν τα θαλάσσια είδη της Μεσογείου, όπως το λαβράκι (Dicentrarchus labrax), η τσιπούρα (Sparus aurata) και τα μεσογειακά μύδια (Mytilus galloprovinicalis). Η θαλάσσια ιχθυοκαλλιέργεια ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 με ισχυρή υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για την ίδρυση πιλοτικών εκμεταλλεύσεων και μέσω της μεταφοράς τεχνολογίας κλωβών και γνώσεων από βιομηχανίες σολομού, ιδίως από τη Σκωτία, και με την τεχνολογία εκτροφής από τη Γαλλία και την Ισπανία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η μαζική παραγωγή επιτεύχθηκε μετά την επίλυση των μεγάλων τεχνικών ζωολογικών κήπων για την εκτροφή αυτών των ειδών. Κατά συνέπεια, υπήρξε ραγδαία ανάπτυξη του κλάδου, με αρκετές περιόδους κρίσης (1999–2002 και 2007–2008) να προκαλούν παρατεταμένες περιόδους χαμηλών τιμών κυρίως ως αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης παραγωγής, η οποία έφτασε τους 140.000 τόνους στην αρχή του ελληνικού χρηματοοικονομικού κρίση (2008) και η έλλειψη επαρκούς αποτελεσματικής υποστήριξης μάρκετινγκ. Από το 2015, ο κλάδος εισήλθε σε μια φάση αναδιάρθρωσης και ενοποίησης.

Τα κύρια είδη που εκτρέφονται σήμερα παρουσιάζονται παρακάτω, κατά σειρά σπουδαιότητας όσον αφορά την ποσότητα που παράγεται:

  • Τσιπούρα (Sparus aurata)
  • Λαβράκι (Dicentrarchus labrax)
  • Μύδια (Mytilus galloprovincialis)
  • Ιριδίζουσα πέστροφα (Oncorhynchus mykiss)
  • Φαγκρί (Pagrus pagrus)
  • Μαγιάτικο (Argyrosomus regius)
  • Χιόνα ή Μυτάκι (Diplodus puntazzo)
  • Χέλι (Anguilla anguilla)
  • Μουγίλος ο κέφαλος (Mugil cephalus).

Τα τρία κορυφαία είδη εκτροφής (τσιπούρα, λαβράκι και μύδια) είναι η επιτυχία της ελληνικής υδατοκαλλιέργειας, που αντιπροσωπεύει έως και το 97% του όγκου παραγωγής.

6. Έρευνα

Η έρευνα σχετικά με τον αγροτικό τομέα μπορεί να εντοπιστεί εγχώρια σε δημόσια ερευνητικά ιδρύματα στην Ελλάδα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα της ΕΕ.

Δημόσια Ερευνητικά Ιδρύματα στην Ελλάδα

Τα Ελληνικά Πανεπιστήμια περιλαμβάνουν μια ποικιλία τμημάτων, των οποίων οι ειδικότητες σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τον τομέα των τροφίμων:

  • Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών {Τμήματα Φυτικής Παραγωγής και Ζωικής Παραγωγής, Αγροτικής Βιοτεχνολογίας, Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης, Επιστήμης και Τεχνολογίας και Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων}
  • Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο {το Τμήμα Επιστημών Διαιτολογίας και Διατροφής}
  • Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης {το Τμήμα Γεωργίας και Γεωργικών Μηχανικών}
  • Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας {Τμήμα Γεωργίας, Παραγωγής Ζώων και Υδάτινου Περιβάλλοντος και Γεωργίας Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος}
  • Πανεπιστήμιο Θράκης {Τμήματα Αγροτικής Ανάπτυξης και Δασοκομίας και Διαχείριση Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων}
  • Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων {το Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων Τροφίμων και Γεωργικών Προϊόντων}.

Υπάρχει επίσης το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.) που έχει αναπτύξει μια πολύ σημαντική υποδομή υδατοκαλλιέργειας και αλιείας και λαμβάνει υψηλή χρηματοδότηση από τα ανταγωνιστικά και εθνικά προγράμματα της χώρας. Η δραστηριότητα του Ιδρύματος συνέβαλε επίσης στην ανάπτυξη της υδατοκαλλιέργειας στη χώρα, καθώς ήταν πάντα το ερευνητικό κέντρο που παρείχε υποστήριξη και καινοτόμες ιδέες.

Συμμετοχή σε Ερευνητικά Προγράμματα της ΕΕ

Η συμμετοχή σε ευρωπαϊκά Έργα Ε & Α (όπως το 7ο Πρόγραμμα Πλαίσιο της ΕΕ και το HORIZON) είναι μια μεγάλη ευκαιρία για απόκτηση εμπειρογνωμοσύνης και χρήση νέων τεχνολογιών, που υποστηρίζονται από ευρωπαϊκούς πόρους.